τοῦ Πρωτοπρ. δρ. Βασιλείου Θερμοῦ
Πῶς διαχειρίζεσαι κάτι πρωτόγνωρο;
«Μεγάλα βουνά, βαθειὲς χαράδρες». Ὅσο πιὸ ξαφνικὰ εἰσβάλλει μιὰ κρίση, τόσο πιὸ ἀνέτοιμους μᾶς βρίσκει. Καὶ ὅσο πιὸ ἀλλόκοτη εἶναι, τόσο πιὸ ἀπογυμνωμένους μᾶς παρουσιάζει.
Δὲν εἶναι παράξενο ποὺ δυσκολευθήκαμε νὰ βροῦμε λύσεις ποὺ νὰ εἶναι ταυτόχρονα καὶ ἐκκλησιαστικὰ ἄψογες. Οὔτε εἶναι τόσο κακὸ ὅτι θὰ ἔγιναν ὁπωσδήποτε καὶ κάποια λάθη. Ἡ ἀνθρώπινη ἀτέλεια δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ εἴμαστε πανέτοιμοι μπροστὰ στὸ ξάφνιασμα. Τὸ πρόβλημα μὲ τὸ πρωτόγνωρο, γενικῶς, δὲν εἶναι ὅτι ἀδυνατοῦμε νὰ παρουσιάσουμε ἀμέσως μιὰ ἱκανοποιητικὴ λύση· αὐτὸ εἶναι ἀναπόφευκτο. Εἶναι ὅτι φέρνει στὴν ἐπιφάνεια ἀντιλήψεις καὶ στάσεις, ἐνίοτε προβληματικές, γιὰ τὶς ὁποῖες δὲν ἀναρωτηθήκαμε ποτέ, ἀφοῦ οἱ συνθῆκες ἦταν τέτοιες ποὺ δὲν τὶς ἀναδείκνυαν.
Ἡ πανδημία τοῦ νέου κορωνοϊοῦ μᾶς παρέχει τὴν ἐξαιρετικὴ εὐκαιρία νὰ στοχασθοῦμε πάνω στὸν τρόπο ποὺ ὁ καθένας μας τὴ βίωσε καὶ τὴν βιώνει ἀκόμη, προβαίνοντας ἔτσι στὴν ἀπαραίτητη αὐτοκριτικὴ ἡ ὁποία χρειάζεται νὰ εἶναι μόνιμη σύντροφος κάθε Χριστιανοῦ. Τὸ ἴδιο, ὅμως, ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς τάσεις οἱ ὁποῖες ἀναδύθηκαν μέσα στὴν Ἐκκλησία μας. Ἡ ποικιλία τῶν ἀντιλήψεων μεταξὺ τῶν πιστῶν εἶναι λογικὴ καὶ ἀναμενόμενη, ἀφοῦ εἴμαστε ὅλοι διαφορετικὲς προσωπικότητες. Ἐκεῖνο ποὺ πρωτίστως μᾶς ἐνδιαφέρει, ὅμως, εἶναι νὰ ἐξετάσουμε ποιές νοοτροπίες καὶ στάσεις συντονίζονται πιὸ σωστὰ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μὲ τὴν εὐρυχωρία τῆς Ὀρθόδοξης πίστης μας.
Ἕνας τέτοιος ἀγώνας διάκρισης ἄλλωστε, σὲ πληθώρα θεμάτων, δὲν εἶναι ὁλόκληρη ἡ ζωή μας;
Α) Ὅλοι αἰσθανθήκαμε πόσο εὐάλωτη εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ἀρκετοὶ ἀπὸ ἐμᾶς τὸ εἴχαμε λησμονήσει. Ἡ θαυμαστὴ πρόοδος τῆς διαγνωστικῆς Ἰατρικῆς, οἱ προηγμένες ἐπεμβατικὲς καὶ χειρουργικὲς τεχνικές, τὰ ἐμβόλια καὶ οἱ συνεχεῖς φαρμακευτικὲς ἀνακαλύψεις, τὰ συστήματα κοινωνικῆς περίθαλψης, οἱ ἰδιωτικὲς ἀσφαλίσεις, ὁ θεσμὸς τῆς συνταξιοδότησης, τὰ τραπεζικὰ προϊόντα ἀποταμίευσης καὶ διάφορες ἄλλες ἐπιστημονικές, κοινωνικές, καὶ χρηματο-οικονομικὲς κατακτήσεις, ἔχουν τὴ δύναμη νὰ μᾶς ὑποβάλλουν τὴν αὐταπάτη τοῦ ἄτρωτου.
Ἀλλὰ ὅλα τὰ παραπάνω εἶναι σχετικὰ πρόσφατα. Ἐὰν σκύψουμε στὴ μακρὰ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, διαπιστώνουμε ὅτι ἐπὶ αἰῶνες οἱ ἄνθρωποι παρέμεναν ἀκάλυπτοι στὰ συνεχῆ ἀπρόοπτα τῆς ζωῆς, μὲ ὅ,τι μπορεῖ νὰ συνεπαγόταν αὐτὸ γιὰ τὴν ψυχολογία τους.
Εὔλογη συνέπεια ἐξ αὐτοῦ ἦταν πὼς οἱ Χριστιανοὶ καλοῦντο νὰ ἀναπτύξουν περισσότερη ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Δὲν σημαίνει αὐτὸ πὼς οἱ πιστοὶ τοῦ μακρινοῦ παρελθόντος ἦταν κατ᾽ ἀνάγκην καλύτεροι πνευματικὰ ἀπὸ τοὺς σημερινούς, ὄχι. Πάντοτε ταλαιπωροῦσαν τοὺς ἀνθρώπους ὅλα τὰ πάθη. Αὐτὸ τὸ ὁποῖο φανερώνει ἡ σύγκριση εἶναι ὅτι στὴν ἐποχή μας ἀντιμετωπίζουμε πιὸ ἔντονο τὸν πειρασμὸ τῆς αὐτάρκειας. Καί, ὡς ἀποτέλεσμα, ὅταν οἱ γνωστὲς καὶ προσδοκώμενες συνθῆκες μεταβάλλονται, ἀναπόφευκτα ὑποκείμεθα περισσότερο στὸν πειρασμὸ τῆς ὀλιγοπιστίας.
Εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικὸ ὅτι ὁ Πατριάρχης μας προέβη στὴν ἑξῆς ὑπενθύμιση: «Ἡ σοβοῦσα πανδημία τοῦ νέου κορωνοϊοῦ ἀπέδειξε πόσον εὔθραυστος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πόσον εὐκόλως τὸν κυριεύει ὁ φόβος καὶ ἡ ἀπόγνωσις, πόσον ἀδύναμοι ἀποδεικνύονται αἱ γνώσεις καὶ ἡ αὐτοπεποίθησίς του, πόσον ἕωλος εἶναι ἡ ἄποψις ὅτι ὁ θάνατος ἀποτελεῖ ἓν γεγονὸς εἰς τὸ τέλος τῆς ζωῆς καὶ ὅτι ἡ λήθη ἢ ἡ ἀπώθησις τοῦ θανάτου εἶναι ἡ ὀρθὴ ἀντιμετώπισίς του… Εἶναι δύσκολον νὰ παραμείνωμεν ἀνθρώπινοι ἄνευ τῆς ἐλπίδος τῆς αἰωνιότητος».2
Τὸ αἴσθημα τῆς εὐαλωτότητας εἶναι ταπεινωτικὸ γιὰ ὅλους μας, γι᾽ αὐτὸ καὶ γεννᾶ ποικιλία ἀντιδράσεων στὴν ψυχή μας. Ἄλλοι ἐξ ἡμῶν ἁπλῶς τὸ ἀπωθοῦν νομίζοντας ὅτι ἔτσι τὸ ξεπέρασαν, ἄλλοι ἐνεργοῦν ἀντιδραστικὰ γιὰ νὰ τὸ ‘νικήσουν’ μὲ ὑπερδραστηριότητα ἢ μὲ συγκέντρωση ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἐνῶ ἄλλοι κάμπτονται ψυχικὰ καὶ λυγίζουν. Μακάριοι ὅμως, ὅσοι μέσα στὴν εὐαλωτότητα ἀνακαλύπτουν τὴν ἐν Χριστῷ ἐλπίδα.
Αὐτὴ ἡ ἐλπίδα εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη, ἄλλης ποιότητας. Ἡ συνήθης, ἀνθρωποκεντρικὴ σημασία τῆς ἐλπίδας ἀναφέρεται στὸ εὐχάριστο ἐκεῖνο συναίσθημα τὸ ὁποῖο γεννᾶται μέσα μας ὅταν ἡ συνεκτίμηση διαφόρων παραγόντων ἐπιτρέπει αἰσιοδοξία. Ἐν ὀλίγοις, στὸ κοσμικὸ πλαίσιο ἐλπίζουμε γιὰ ὅσα οἱ συνθῆκες μᾶς ἐπιτρέπουν ἢ μᾶς ἐνθαρρύνουν νὰ ἐλπίσουμε (οἱ γιατροὶ ἐλπίζουν γιὰ αἴσια ἔκβαση τῆς νόσου βάσει τῶν στοιχείων ποὺ διαθέτουν, ἐλπίζουμε γιὰ καλὸ καιρὸ βάσει τῶν μετεωρολογικῶν δεδομένων κτλ.). Φυσικὸ καὶ νόμιμο εἶναι, λοιπόν, νὰ ἐλπίζουμε γιὰ ἀποτελεσματικὸ ἐμβόλιο κατὰ τοῦ νέου κορωνοϊοῦ.
Ἀντίθετα, ὅμως, ἡ χριστιανικὴ ἔννοια τῆς ἐλπίδας, ὅπως τὴν ἀνέπτυξε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, δὲν πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀντικειμενικὴ πραγματικότητα· ἐλπίζουμε ἀκόμη καὶ ὅταν τὰ ἐξωτερικὰ γεγονότα ἐκτυλίσσονται «παρ᾽ ἐλπίδα». Εἴτε ἐπέλθει εὐτυχὴς ἔκβαση εἴτε ὄχι, ἡ ἐν Χριστῷ ἐλπίδα συνιστᾶ ἄλλης τάξεως στάση: ἐλπίζουμε ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι Αὐτὸς ποὺ εἶναι. Ἡ ἐλπίδα τῶν Χριστιανῶν δὲν ἔρχεται ἀπὸ τὶς συνθῆκες τοῦ παρόντος, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ μέλλον, ἀπὸ ὅσα ὁ Χριστὸς μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ. Ἐλπίδα μας εἶναι ὁ Ἴδιος (Κολ. 1: 27, Ρωμ. 15: 13, Α´ Τιμ. 1: 1), ἐπειδὴ ἐξουσιάζοντας τὸν χρόνο τὸν μετατρέπει σὲ καιρό, δηλαδὴ σὲ πεδίο πραγμάτωσης τῆς ἐλπίδας. Αὐτὴ ἡ ἐλπίδα δὲν ντροπιάζει (Ρωμ. 5: 5), σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐλπίδα τῶν δεδομένων.
Στὴ συνάφεια αὐτὴ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ θυμηθοῦμε πὼς εἴμαστε ὅλοι εὐάλωτοι καὶ πνευματικά, δηλαδὴ εὐμετάβλητοι. Στὴν πνευματικὴ ζωὴ ποτὲ μιὰ συγκυρία δὲν θὰ πρέπει νὰ θεωρεῖται ὁριστική. Μὲ κανέναν τρόπο δὲν θὰ πρέπει ἡ πανδημία νὰ γεννήσει ἐντὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος διαχωρισμοὺς σὲ ‘πιστοὺς’ καὶ ‘ὀλιγόπιστους’, ‘πνευματικοὺς’ καὶ ‘κοσμικούς’. Ὅσοι αἰσθάνονται δυνατοὶ στὴν πίστη τους ἂς μὴν ἐφησυχάζουν καὶ ἂς μὴν καυχῶνται. Αὐτὸς ποὺ αἰσθάνεται δυνατὸς ἐνδέχεται νὰ κλονισθεῖ (Α´ Κορ. 10: 12).
Ἀλλὰ καὶ ἀντίστροφα. Ὅσοι νοιώθουν ὀλιγόπιστοι ἂς μὴν ἀποθαρρύνονται οὔτε νὰ αὐτο-οικτείρονται. Ὅπως ἔχει δείξει ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ἀθλιότητά μας καὶ τὸ μεγαλεῖο μας πᾶνε πάντοτε χέρι χέρι. Ὅσο σταυρωμένοι καὶ ἂν νιώθουμε οἱ ἄνθρωποι μποροῦμε νὰ γίνουμε Ἀναστάσιμοι. Ὅ,τι καὶ νὰ ἔχει συμβεῖ, ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ ἐπιτύχουμε ὑπέρβαση. Ὄχι μὲ τὶς δικές μας δυνάμεις μόνο, φυσικά.
Β) Ἡ ὑψηλὴ μεταδοτικότητα τοῦ συγκεκριμένου ἰοῦ (καί, μάλιστα, ἀρκετὰ πρὶν ἐμφανισθοῦν συμπτώματα στὸν φορέα, ἢ καὶ χωρὶς νὰ ἐμφανισθοῦν κάν) δοκιμάζει τὸ αἴσθημα εὐθύνης ὅλων τῶν πολιτῶν. Οἱ ἐπιστήμονες μᾶς βοήθησαν νὰ ἐμπεδώσουμε τὴν πληροφορία ὅτι, ἂν δὲν προσέξουμε, μεταδίδουμε σὲ ἀνυποψίαστους συνανθρώπους μας καὶ ὡς ἁπλοὶ φορεῖς, ὄχι μόνο ὅταν νοσοῦμε. Ἔτσι ἡ πανδημία, γενικότερα γιὰ τὸν Δυτικὸ πολιτισμό, θέτει σὲ δοκιμασία τὴν διάχυτη κουλτούρα ἀτομισμοῦ, κατὰ τὴν ὁποία ἔχει προτεραιότητα ἡ ἀτομικὴ ἐπιθυμία ἔναντι τῆς συλλογικότητας. Μιὰ νέα, πρωτόγνωρη ἀλληλεγγύη ἀπαιτεῖται.
Εἶναι εὔκολο νὰ νοιάζεσαι γιὰ τὸν κοντινό σου, ἢ ἔστω γιὰ ἐκεῖνον ποὺ βλέπεις. Τὸ ἄθλημα τοῦ πολίτη, ὅμως, συνίσταται στὸ νὰ νοιάζεται καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν βλέπει ἀλλὰ ἀποτελοῦν μέλη τοῦ κοινωνικοῦ σώματος.
Ἀλλὰ τὸ ἄθλημα τοῦ πιστοῦ, ὅπως ἀντιλαμβανόμαστε, εἶναι ἀκόμη πιὸ ἀπαιτητικό. Ἐδῶ τὸ τί καλούμαστε νὰ πράξουμε δὲν τὸ ὑπαγορεύει μόνο ὁ ἀνθρώπινος νόμος, ἀλλὰ ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός.
Ἔχουμε ἐγκαταλείψει πρὸ πολλοῦ τὴν παραδοσιακὴ κοινωνία στὴν ὁποία ἐκ φύσεως ὁ βαθμὸς ἐμπλοκῆς τῶν ἀτόμων στὰ κοινωνικὰ μεγέθη (οἰκονομία, πολιτική, φυσικὸ περιβάλλον κ.ἄ.) ἦταν ἐλάχιστος. Στὴ νεωτερικὴ καὶ μετανεωτερικὴ ἐποχὴ κάθε στάση ζωῆς, πολιτικὴ ἐνέργεια, ἀγοραστικὴ ἀπόφαση, ἐπιλογὴ διαβίωσης κ.ο.κ. ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἀποκτᾶ πολλαπλασιαστικὴ ἰσχὺ καὶ ἀόρατο βεληνεκές. Ὡς συνέπεια ἡ κοινωνικὴ ἠθικὴ σήμερα συνίσταται στὸ κατὰ πόσο δρᾶ κανεὶς πρὸς ὄφελος ἀνθρώπων ποὺ δὲν γνωρίζει οὔτε θὰ συναντήσει ποτέ!
Μοιάζει ἀλλόκοτο, γιὰ μερικοὺς καὶ ἄδικο, νὰ βλέπουμε π.χ. ἀνέμελους νέους ποὺ χαίρονται τὴ ζωή, ἢ εὐσυνείδητους γονεῖς, ὡς κάποιους οἱ ὁποῖοι δυνητικὰ θὰ μποροῦσαν νὰ προκαλέσουν σὲ ἄλλους τὸν θάνατο. Εἶναι λογικὸ ὡς πρώτη ἀντίδραση. Κανείς μας δὲν ἔχει συνηθίσει νὰ σκέφτεται ἔτσι. Πῶς θὰ βρεῖ τὸ κίνητρο, λοιπόν, νὰ λάβει τὰ ἀναγκαῖα μέτρα ἀφοῦ δὲν θὰ γνωρίσει ποτὲ προσωπικὰ τὶς συνέπειες τῶν ἐνεργειῶν του;
Χρειάσθηκαν οἱ ραγδαῖες ἐξελίξεις καὶ ὁ διεθνὴς συναγερμὸς γιὰ τὸν κορωνοϊὸ προκειμένου νὰ πεισθοῦμε (καὶ ἀκόμη ὄχι ὅλοι!) ὅτι ὁ θάνατος τὸν ὁποῖο ἄθελά μας ἐνδέχεται νὰ φέρουμε πάνω μας δρᾶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν καλή μας καρδιὰ καὶ ἀπὸ τὸν συμπαθητικό μας χαρακτήρα. Ὁ ποιητὴς Γιῶργος Σεφέρης μᾶς ἔδωσε τὸν δυνατὸ στίχο ὁ ὁποῖος ὑπενθυμίζει μιὰ δυσάρεστη ἀλήθεια: Τὸν ξένο καὶ τὸν ἐχθρὸ τὸν εἴδαμε στὸν καθρέφτη…3
Καὶ τὸν φίλο, ὅμως! Ἡ πολύπλοκη αὐτὴ ἀλληλεπίδραση τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὴν ἐποχή μας ἔφερε στὴν ἐπιφάνεια καὶ ὑψηλὲς στιγμὲς τῆς ἀνθρώπινης ἀλληλεγγύης. Πολλοὶ ἀδελφοί μας ἀποτέλεσαν τὴν εὐχάριστη ἔκπληξη. Πάλι ὁ Πατριάρχης θὰ συμπυκνώσει τὴν αὐτοσυνειδησία μας γράφοντας: «Μέσα εἰς τὴν ἀνείπωτον κρίσιν, αὐτοὶ εὐωδιάζουν ἀνάστασιν καὶ ἐλπίδα. Εἶναι οἱ ‘Καλοὶ Σαμαρεῖται’, οἱ ἐπιχέοντες, μὲ κίνδυνον τῆς ζωῆς των, ἔλαιον καὶ οἶνον ἐπὶ τὰς πληγάς, εἶναι οἱ σύγχρονοι ‘Κυρηναῖοι’ εἰς τὸν Γολγοθᾶν τῶν ἐν ἀσθενείαις κατακειμένων».4 Ἡ εὐγνωμοσύνη ὅλων μας ἂς μετατραπεῖ σὲ προσευχὴ γι᾽ αὐτοὺς καὶ εὐθύνη γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους.
Γ) Ἡ τρέχουσα πανδημία μᾶς θύμισε ὅτι ὁ Ἐνανθρωπήσας Θεὸς ἦλθε καὶ γιὰ νὰ μεταβάλει τὸν ὁρισμὸ τῆς δύναμης. Ὁ Χριστὸς τὸ παρέδωσε ὅσο πιὸ ζωντανὰ γινόταν, μὲ λόγια καὶ μὲ πράξεις (Λουκ. 22: 24-28). Δὲν θεώρησε κακὸ νὰ ἀναζητοῦμε τὴν δύναμη, ἀλλὰ τῆς ἄλλαξε τὸ περιεχόμενο.
Ὡς πολίτες οἱ Χριστιανοὶ ἔχουμε τὸ δικαίωμα, ἀλλὰ καὶ καθῆκον, νὰ διεκδικοῦμε καὶ νὰ διαμαρτυρόμαστε ὅταν ἡ Ἐκκλησία πολεμεῖται ἢ παραγκωνίζεται. Εἶναι πάντοτε ἀπαραίτητο, ὅμως, νὰ θυμόμαστε ὅτι δὲν ἀποτελοῦμε παράταξη ἡ ὁποία πρέπει νὰ νικήσει μιὰ ἄλλη παράταξη. Δὲν ἔχουμε ἀνθρώπους ἐχθρούς, ἀλλὰ μόνο τὸν διάβολο.
Ἐφόσον ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα βρίσκεται ἐνσωματωμένη στὸν Χριστό, κάθε καλὸ ποὺ συμβαίνει στὴν ἀνθρωπότητα γίνεται ἀφορμὴ χαρᾶς γιὰ τὸν πιστό. Βλέπουμε στὰ Εὐαγγέλια ὅτι ὁ Χριστὸς ἐνεργεῖ τὰ σωστικὰ ἔργα τῆς Θείας Οἰκονομίας ὅταν ὑπηρετεῖ ταπεινὰ καὶ ὅταν κρύβει τὴ δόξα Του. Ἡ προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «μὴ ἑαυτοῖς ἀρέσκειν» (Ρωμ. 15: 1-3) ἐπισημαίνει ἕναν κίνδυνο, ὄχι μόνο γιὰ τὸν καθένα μας ἀτομικά, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ Σῶμα τῶν πιστῶν ὡς σύνολο.
Ὁ μητροπολίτης Κορέας κ. Ἀμβρόσιος μᾶς ἐνέπνευσε μὲ μία θεολογημένα ἰσχυρὴ ὑπενθύμιση: «Ὁ Χριστὸς δὲν ἐνέδωσε στὸν δεύτερο πειρασμὸ γιὰ νὰ δείξει τὴ δύναμή του… Ἡ δύναμη τῆς Ἐκκλησίας θὰ φανεῖ ἐὰν τὰ παιδιά της, ἀπὸ εὐθύνη γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ κόσμου, δὲν ἐκκλησιάζονται αὐτὴ τὴν κρίσιμη περίοδο, ἀλλὰ κάθονται προσευχόμενοι στὸ σπίτι τους. Ὑπάρχει συγκλονιστικότερη εἰκόνα ἀπὸ τὸ νὰ δεῖς τὰ μέλη μιᾶς ὁλόκληρης οἰκογένειας νὰ προσεύχονται μαζὶ γονατιστοὶ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου; Ἡ δύναμη τῆς Ἐκκλησίας θὰ φανεῖ ἀπὸ τὸ πόσες ‘κατ᾽ οἶκον’ ἐκκλησίες λειτουργοῦν σὲ κάθε ἐνορία… Ἡ δύναμη τῆς Ἐκκλησίας θὰ φανεῖ ἐὰν ὑπάρχουν πιστοὶ ποὺ λαχταροῦν νὰ κοινωνοῦν συχνὰ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ ὄχι μόνον, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὴν κοινωνία ὑπομένουν καρτερικὰ τὴ στέρησή τους».5 Ἡ ἀγάπη μετατρέπει τὴν στέρηση σὲ ξεχείλισμα περίσσειας!
Ὅσοι ἐνστερνίζονται αὐτὴ τὴν παράξενη, ἀσκητική, ἀλλὰ τόσο συγκινητικὴ λογική, χαριτώνονται σὲ γιοὺς καὶ θυγατέρες τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας. Στεροῦνται ἀλλὰ δὲν ὑποφέρουν, ἐπειδὴ ἀγαποῦν. Μὲ κίνητρό τους τὴ θυσιαστικὴ φροντίδα πρὸς τὸν ἄγνωστο συνάνθρωπο, γίνονται «μηδὲν ἔχοντες καὶ τὰ πάντα κατέχοντες» (Β´ Κορ. 6: 10). Ἀπέχοντας ἀκούσια καὶ ἔμπονα ἀπὸ τὴν Λειτουργία τοῦ Θυσιαστηρίου μετατρέπουν τὴν καρδιά τους σὲ Ἁγία Τράπεζα. Κατὰ τὸν π. Βασίλειο Γοντικάκη, «Αὐτὸ ποὺ τοὺς ἑνώνει εἶναι ἡ ἐλευθερία τοῦ Πνεύματος. Εἶναι ἐλεύθεροι ἀπὸ τὸ θέλημά τους, τὸν ἑαυτό τους».6
Ἡ θυσία, ὅταν δὲν νοηματοδοτηθῆ ἀπὸ τὴν ἀγάπη, βιώνεται ὡς ἀπειλή, ὡς καταπάτηση. Σὲ αὐτὴ τὴν ψυχικὴ κατάσταση ἀνθοῦν ὁ φόβος, τὸ ἄγχος, ἡ πίκρα, ἡ μνησικακία. Συγκυρίες ὅπως αὐτὴ φανερώνουν πόσο στενὰ συνδεδεμένες βρίσκονται ἡ Ἀγάπη μὲ τὴν Ἀλήθεια. «Γι᾽ αὐτὸ τὸ Ἀληθινὸ εἶναι ἤρεμο καὶ ἀτάραχο… Δουλεύει, ἀγρυπνεῖ ‘στεναγμοῖς ἀλαλήτοις’, καὶ δὲν φοβᾶται καμιὰ συνωμοσία ἐναντίον του… καὶ τοῦτο εἶναι τὸ ἀληθινὰ παρήγορο· ἡ δύναμη γιὰ νὰ σηκώσουμε κάθε πόνο, νὰ καταλάβουμε, νὰ ἀνεχθοῦμε ἐπ᾽ ἐλπίδι κάθε δύσκολο καὶ ἀκατανόητο».7
Δ) Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία πὼς εἶναι ἀξιέπαινη ἡ λαχτάρα τῶν πιστῶν μας νὰ κοινωνοῦν συχνά. Χρησιμοποιώντας ὡς ἀφορμὴ τὴ στέρηση τῆς Θείας Κοινωνίας, μὲ ὅλο τὸν πόνο καὶ τὴν ἀπορία τὰ ὁποῖα τὴ συνοδεύουν, ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀναλογισθοῦμε πάνω στὶς θεϊκὲς ἐκεῖνες δωρεὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἴχαμε ἀποξενωθεῖ μὲ τὴ μακραίωνη συνήθεια. Ἀνοίγουν ἀπροσδόκητα ἐμπρός μας ὁρίζοντες Ὀρθόδοξης Θεολογίας οἱ ὁποῖοι παρέμεναν κρυμμένοι. Πρόκειται γιὰ τὴν λησμονημένη ἱερωσύνη τῶν λαϊκῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀναπτύσσοντας περαιτέρω ὁ κορυφαῖος θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ τὸ νόημα τῆς ἀγαπητικῆς θυσίας, γράφει: «‘Προσφέρω θυσία’ δὲν σημαίνει ἁπλῶς ‘θυσιάζω’. Ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν ἠθική της πλευρὰ νὰ τὴν ἐξετάσουμε, ἡ ἔννοια τῆς ‘θυσίας’ δὲν ἔγκειται σὲ ὁποιαδήποτε ‘ἀπάρνηση’ ἢ ‘ἄρνηση’, ἀλλὰ στὴ δύναμη τῆς ἀγάπης μὲ τὴν ὁποία ἡ θυσία προσφέρεται. Ἡ θυσία … εἶναι ἀφιέρωση, προσφορά, δῶρο… Ὅμως ἡ προσφορὰ θυσίας εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ μία μαρτυρία ἀγάπης, εἶναι μιὰ ἱεροτελεστία».8
Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ νὰ στερούμαστε τὴ Λατρεία μας ἁπλῶς ἐπειδὴ ὑπακοῦμε στοὺς νόμους δὲν περιέχει τίποτε ἀπὸ τὴ μεγαλειώδη δυναμικὴ τῆς θυσίας. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις ἀκούσιας δοκιμασίας ὁ Μέγας Βασίλειος συμβουλεύει νὰ ἀγκαλιάσουμε τὴν ὑποχρέωση («Ἑκούσιον ποιήσατε τὸ κατηναγκασμένον»9), ἔτσι ὥστε νὰ τὴ μεταμορφώσουμε σὲ συνειδητὴ προσφορὰ μὲ ἱερατικὴ βαρύτητα. Ἡ καρδιά μας καλεῖται νὰ δώσει στὴ στέρηση νέο περιεχόμενο.
Ἡ θαυμαστὴ εὐρύτητα καὶ διορατικότητα τῶν Πατέρων μας βλέπει νὰ ἀσκοῦμε τὴν ἱερωσύνη ἡ ὁποία μᾶς δόθηκε κατὰ τὸ Χρῖσμα, ὅταν ἐπιδιδόμαστε στὴν προσευχή, στὸν ἀγώνα κατὰ τῶν παθῶν, στὴν προσφορὰ ἀγάπης, στὴν ἑνότητα, στὴν συγχώρηση. Μὲ τὴν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν αὐτῶν ὁ ἄνθρωπος λειτουργεῖ ὡς ἱερέας καὶ κοινωνεῖ Χριστό!
Καὶ τοῦτο διότι μὲ τὸ Ἅγιο Μύρο, τὸ ὁποῖο μᾶς ἔχρισε ἡ Ἐκκλησία μετὰ ἀπὸ τὸ Βάπτισμα, κάθε πιστὸς α) χειροτονήθηκε ὡς μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ β) ἐγκαινιάσθηκε ὡς Ἁγία Τράπεζα, ὡς ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατὰ συνέπεια, ἀσκώντας τὶς ἀρετὲς μιμεῖται τὸν Κύριο ὁ Ὁποῖος εἶναι ταυτόχρονα «προσφέρων καὶ προσφερόμενος».10
Ἡ ἱερωσύνη τῶν λαϊκῶν, ἐννοεῖται, εἶναι ἐλλιπὴς χωρὶς τὴ συμμετοχὴ στὴν Θεία Εὐχαριστία. Ἀλλὰ σὲ ἔκτακτες καταστάσεις, ὅπως αὐτὴ ποὺ ζήσαμε καὶ ἀκόμη ζοῦμε, ἔχει ἐξαιρετικὴ σημασία νὰ μὴν αἰσθανόμαστε παθητικοὶ ὑπήκοοι τοῦ κράτους καὶ περιθωριοποιημένα μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει ζωτικὴ καὶ ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ ἀναζωπυρώσουμε ἐντός μας τὰ θεῖα χαρίσματα μὲ τοὺς τρόπους τοὺς ὁποίους ἐκθέσαμε.
Τὰ παραπάνω διατύπωσε ἐπιγραμματικὰ ὁ μέγας Πατὴρ τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα Ὅσιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ γράφοντας: «Εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι κάποιος φορέας τῆς Χάριτος τοῦ ‘βασιλείου ἱερατεύματος’ ἀκόμη καὶ ὅταν δὲν φέρει ἱερατικὸ ἀξίωμα. Ἡ ἐσωτερικὴ οὐσία αὐτῆς τῆς ἱερωσύνης ἔγκειται στὴν προσευχὴ ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου (Ἰω. 13: 15) κατὰ τὸ ‘ὑπόδειγμα’ τοῦ Ἰδίου τοῦ Κυρίου».11
Συνοψίζοντας, λοιπόν, ἡ πνευματικὴ ἀντιμετώπιση τῆς πανδημίας τὴν κάνει νὰ μὴν βαραίνει πιὰ στὶς καρδιές μας σὰν ἀπροσδόκητο ἀτύχημα ἢ πόλεμος τοῦ διαβόλου. Ἡ κατάλληλη στάση μας, μὲ τὴν βοήθεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, δύναται νὰ μετατρέψει αὐτὴ τὴν ἐκδήλωση τῆς «φθορᾶς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως» σὲ νίκη τῆς πίστεως, ἐμβάθυνση τῆς εὐλαβείας, θρίαμβο τῆς ἑνότητος.
Εἰδικὰ ὡς πρὸς τὴν πολυπόθητη ἑνότητα, ποιό θὰ εἶναι τὸ ὄφελος νὰ πονοῦμε γιὰ τὴν στέρηση τῆς Θείας Κοινωνίας ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ νὰ χωριζόμαστε ἐμπαθῶς ἀπὸ ἄλλους ἀδελφούς μας ποὺ δὲν συμμερίζονται τὴν ἴδια θεώρηση μὲ ἐμᾶς; Φαίνεται πὼς ἐνίοτε λησμονοῦμε ὅτι κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία, μετὰ τὸν καθαγιασμὸ τῶν Τιμίων Δώρων, παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ Πατέρα νὰ μᾶς ἑνώσει μεταξύ μας.12 Ἡ μαχητικὴ ὑπεράσπιση τῆς Ἐκκλησίας χάνει τὴν ἀξία της (ἐνῶ μερικὲς φορὲς γίνεται καὶ ἐπιζήμια) ὅταν δὲν διαποτίζεται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς εὐλογημένης ἑνότητος.
Ἢ ποιό εἶναι τὸ νόημα νὰ ὑποφέρουμε καὶ νὰ διαμαρτυρόμαστε ἐπειδὴ οἱ ἀπαγορεύσεις δὲν μᾶς ἐπέτρεψαν νὰ γιορτάσουμε τὸ Πάσχα «ὅπως πρέπει, σύμφωνα μὲ τὶς ἑλληνικὲς παραδόσεις μας», ἐννοώντας κυρίως τὴν περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου, τὰ πυροτεχνήματα κατὰ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη», τὴν συνευωχία μετὰ συγγενῶν καὶ φίλων, τοὺς χοροὺς καὶ τὰ λοιπὰ ἔθιμα, ἐὰν ἐκκλησιαζόμαστε καὶ κοινωνοῦμε σπανίως; Στὴν περίπτωση αὐτὴ εἴμαστε μόνο πολιτισμικά, δηλαδὴ ἐξωτερικά, Ὀρθόδοξοι καὶ μᾶς διαφεύγει ἡ θρεπτικὴ οὐσία τῆς θαυμαστῆς κληρονομιᾶς τὴν ὁποία ἀξιωθήκαμε.
Καθὼς αἰφνιδιαστήκαμε ἀπὸ τὸ βαρὺ κενὸ τῶν ναῶν καὶ τῶν ψυχῶν μας, καθὼς ἀφυπνισθήκαμε ἀπὸ ἕνα παράξενο πένθος ποὺ βιώνουμε μέσα στὶς ἐκκλησιές μας, εἴθε τὰ δάκρυα ποὺ ἔτρεξαν νὰ μᾶς ξεπλύνουν τὰ μάτια. Καθαρίζοντάς τα θὰ μπορέσουμε νὰ ἀντικρίσουμε τὴν οὐράνια πατρίδα ἀπὸ τὴν ὁποία, ἀνυποψίαστοι, πιθανὸν νὰ ζούσαμε ἐξόριστοι, ἄλλοτε ὡς ἄτομα καὶ ἄλλοτε συλλογικὰ ὡς ἐκκλησιαστικὸ σῶμα.
Γιὰ τὸν Χριστιανὸ πάντοτε πατρίδα εἶναι ἕνας τρόπος, ὄχι ἕνας τόπος. «Οἱ δυσκολίες καὶ τὰ ἐμπόδια στὴν πνευματικὴ ζωὴ μᾶς φέρνουν στὸ χῶρο τῆς ἀφθαρσίας… Ὅλα, ἀντιπράττοντα ἢ συνεργοῦντα, θέλοντας καὶ μή, ἐμμέσως ἢ ἀμέσως συμβάλλουν στὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἑνός, τοῦ Ἀληθινοῦ… Γι᾽ αὐτὸ τὸ Ἀληθινὸ εἶναι ἤρεμο καὶ ἀτάραχο… Δουλεύει ἕως ἄρτι καὶ κάνει τὰ πάντα νὰ δουλεύουν θετικά, ἔστω καὶ ἂν φαίνεται μὲ τὴν πρώτη ματιὰ πὼς γκρεμίζουν… Ὁ Θεὸς γνωρίζεται σὰν ἐλεύθερη ζωή. Σὰν ἐπέκεινα κάθε διαμάχης… Τὸ ἀληθινὸ οὐσιαστικὰ μόνο ἀνατέλλει, βλαστάνει. Τὸ ψεύτικο μόνο δύει, μαραζώνει».13
Ἡ πανδημία μᾶς εἰσήγαγε σὲ μιὰ μακρὰ διαδικασία μὲ ἄδηλο τέλος. Ἀπαιτεῖται πολλὴ ἐργασία καὶ προσευχὴ γιὰ νὰ εἶναι αὐτὸ τὸ τέλος καλό, ὥστε νὰ ἔλθει ὁ καιρὸς ποὺ τὰ παιδιά μας καὶ τὰ ἐγγόνια μας θὰ θεωρήσουν ἐτούτη τὴν πανδημία εὐεργεσία.
Σὲ ἕνα ἀξιόλογο μυθιστόρημα ὁ κεντρικὸς ἥρωας, ἕνας Καθολικὸς ἱερέας, πεθαίνει σχετικὰ νέος. Ζήτησε νὰ κοινωνήσει, ἀλλὰ ἄρχισε νὰ σβήνει πρὶν φθάσει ὁ ἱερέας μὲ τὰ μυστήρια. Ὅταν ἐκεῖνος ποὺ τὸν συντρόφευε κατὰ τὶς τελευταῖες του στιγμὲς ἐξέφρασε τὴ λύπη του ἐπειδὴ θὰ πέθαινε πρὶν μεταλάβει, ὁ ἑτοιμοθάνατος ἱερέας ψέλλισε: «Ὅλα εἶναι Χάρις».14
Ὅλα, καὶ αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε, καὶ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς βρίσκουν χωρὶς νὰ τὰ ἐπιζητοῦμε, ἀκόμη καὶ ὅταν ἐμποδίζουν τὰ ἄλλα, τὰ καλά. Ὅπως θαυμάσια τὸ ἔχει διατυπώσει ὁ Ποιμενάρχης σας, «Ἡ ζωή μας μετὰ τὴν κρίση θὰ εἶναι διαφορετική, ὅταν θὰ ἐγκαταλείψουμε τὴν ζωὴ τῆς ἀπελπισίας, τῆς ἀπομόνωσης, καὶ τῆς ἀσθένειας». Γιατί; Μήπως ἐπειδὴ τότε θὰ ἔχουμε διαφύγει τὴν ἀπειλὴ τῆς ὑγείας μας; Ὄχι, ἀλλά, ὅπως μᾶς ἐξηγεῖ, ἐπειδὴ ἡ πανδημία μᾶς ἄφησε «κέρδος», τὴν «ἐκ νέου ἀνακάλυψη τῆς πίστης στὸν Ἰησοῦ Χριστό».15
Μὲ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴν μεγάλη τιμή, ἀλλὰ καὶ μὲ δέος ἐξαιτίας τοῦ αἰσθήματος εὐθύνης ποὺ μὲ διακατέχει, γράφω αὐτὸ τὸ κείμενο. Εὐχαριστῶ θερμὰ γιὰ τὴν ἔκπληξη τῆς πρότασης αὐτῆς τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Γερμανίας κ. Αὐγουστῖνο, τὸν πλαισιούμενο ἀπὸ ἐκλεκτοὺς Βοηθοὺς Ἐπισκόπους καὶ ἀξιόλογο Ἱερὸ Κλῆρο, οἱ ὁποῖοι ὑπηρετοῦν πνευματικὰ πλῆθος ἀδελφῶν μας στὴν μεγάλη αὐτὴ χώρα. Σοφὰ ποιώντας ἀφιέρωσαν τὸ κείμενο τοῦ ἡμερολογίου τοῦ νέου ἔτους στὸ παγκόσμιο πρόβλημα τῆς πανδημίας, ἐπιδιώκοντας μιὰ ἐκκλησιαστικὴ ματιά. Μὲ τὶς εὐχές τους ἀποπειράθηκα νὰ ἀνταποκριθῶ.
1. Ρωμ. 8: 28.
2. Πατριαρχικὴ Ἀπόδειξις ἐπὶ τῷ Ἁγίῳ Πάσχα, 2020.
3. Μυθιστόρημα, Δ: Ἀργοναῦτες.
4. Πατριαρχικὴ Ἀπόδειξις ἐπὶ τῷ Ἁγίῳ Πάσχα, 2020
5. Μητροπολίτου Κορέας Ἀμβροσίου, Ἡ δύναμη τῆς Ἐκκλησίας. Στό: «Καιρὸς τοῦ ποιῆσαι: ἡ Ὀρθοδοξία ἐνώπιον τῆς πανδημίας τοῦ κορωνοϊοῦ», ἐπιμ. Νικόλαος Ἀσπρούλης - Nathaniel Wood, Ἐκδοτικὴ Δημητριάδος, Βόλος 2020, σ. 89-91.
6. Ἀρχιμ. Βασιλείου Γοντικάκη, Εἰσοδικόν, 1974, σ. 174.
7. Ὅ.π., σ. 180.
8. π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἀνατομία προβλημάτων τῆς πίστεως, 1977, σ. 71.
9. Ὁμιλία ιη´ εἰς μάρτυρα Γόρδιον, 8.
10. Εὐχὴ τοῦ Χερουβικοῦ Ὕμνου τῆς Θείας Λειτουργίας
11. Ὁσίου Σωφρονίου, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, 1992, σ. 370.
12. Λειτουργία Μεγάλου Βασιλείου.
13. Εἰσοδικόν, σ. 178-183.
14. Ζὼρζ Μπερνανός, Τὸ ἡμερολόγιο ἑνὸς ἐπαρχιακοῦ ἐφημερίου, μετάφραση Ἰφιγένειας Μποτουροπούλου, ἐκδ. Πόλις, Ἀθήνα 2017, σ. 338.
15. Πασχαλινὸ Μήνυμα Μητροπολίτου Γερμανίας κ. Αὐγουστίνου, 20
Comments